O Αλή Πασάς, η Κυρά Φροσύνη και η Κυρά Βασιλική…
Μια μικρή γεύση από τους θρύλους που θα ακούσετε να ηχούν ανάμεσα στα σοκάκια της πόλης των Ιωαννίνων, σε κάθε βήμα σας, ακολουθώντας την εκδρομή μας με απευθείας πτήσεις Aegean από Ηράκλειο
Δυο υπέροχες Ελληνίδες σημάδεψαν τη ζωή του Αλή Πασά και την ιστορία μας.
Για να κατανοήσουμε τα γεγονότα, ας ρίξουμε μια ματιά στο προφίλ του Αλή Πασά. Από τη μια ήταν ένας σκληρός, ληστρικός και αντιδραστικός άρχοντας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που κρεμούσε τους εχθρούς του στον γερο-πλάτανο πλάι στο Γιοφύρι της Άρτας.
Από την άλλη ήταν ένας προοδευτικός ηγέτης, μεταρρυθμιστής και δίκαιος, άφηνε στους Έλληνες σχεδόν τα ίδια προνόμια με τους Τούρκους, και ραγιάδες ήταν στη θέση των οικονομικών συμβούλων της περιουσίας του γιατί εκτιμούσε την εξυπνάδα και τις δυνατότητες των Ελλήνων. Σκληρός, ακόλαστος και ακόρεστος, χωρίς κανένα όριο στα πρωτόγονα πάθη του, κατέστρεφε εύκολα τον εαυτό του σαν ηγέτη.
Η περίπτωση της Κυρά Φροσύνης, είναι χαρακτηριστική. Ερωμένη του γιου του, Μουχτάρ, σύζυγος εύπορου Γιαννιώτη γιατρού, η όμορφη Φροσύνη κίνησε την «όρεξη» του Αλή Πασά. Έτσι, έστειλε τον γιο του στην εκστρατεία κατά τον επαναστρατημένο Πασά της Ανδριανούπολης, το 1801 για να έχει το πεδίο ελεύθερο. Αλλά εκείνη, ατίθαση και πιστή στον Μουχτάρ, δεν υπέκυψε. Ο Αλή διέταξε να την πνίξουν στη λίμνη των Ιωαννίνων.
Επειδή δε φοβόταν την εκδίκηση του γιου του, έπνιξε μαζί της και άλλες 17 κόρες της πόλης – ίσως και κοινές γυναίκες – με την κατηγορία ότι τόσο η Φροσύνη όσο οι άλλες ήταν ανήθικης διαγωγής.
Η λαϊκή Μούσα θρήνησε την άγρια αυτή θυσία με διάφορα τραγούδια:
“Ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννενα στη λίμνη;
Επνίξανε τσ’αρχόντισσες και την Κυρά Φροσύνη”
“Χίλια καυτάρια ζάχαρη και ρίχτε μεσ’τη λίμνη,
για να γλυκάνει το νερό, να πιει η Κυρά Φροσύνη”
Ακολουθώντας με Aegean την εκδρομή μας στα Γιάννενα θα βρεθούμε να περπατάμε στην οδό Σαράϊ Μαχαλά.
Κι αν γυρίσουμε το χρόνο πίσω θα βρεθούμε στην ίδια θέση 230 χρόνια πριν, θα ακούσουμε τις οπλές των αλόγων που έσερναν στο πλακόστρωτο τις Ευρωπαϊκές άμαξες, για να μεταφέρουν τις κυρίες της καλής κοινωνίας. Κυρίως Ελληνίδες, σύζυγοι Ελλήνων αστών, με Παριζιάνικα φορέματα και αέρα αριστοκρατίας, κατέβαιναν για τα ψώνια διασχίζοντας την κοσμοπολίτικη οδό. Εκεί, ανάμεσα στα προξενεία, δέσποζε το μεγαλόπρεπο ανάκτορο του Αλή Πασά, άρχοντα της περιοχής.
” Ο Αλή Πασάς και η Βασιλική”
Μια ιστορία σκλαβιάς, έρωτα και πολέμου..
Η Βασιλική οδηγήθηκε στο χαρέμι του Πασά σε ηλικία μόλις 12 ετών. Στην αρχή ο Πασάς δεν την πρόσεξε. Σιγά-σιγά όμως, η νεαρή Ηπειρώτισσα άνθιζε, ομόρφαινε, ώσπου κατέκτησε τον Αλή Πασά σε τέτοιο βαθμό, που εκείνος το 1808, παρά την τεράστια διαφορά ηλικιίας τους, την παντρεύτηκε. Η πρώτη του σύζυγος, Εμινέ, που κι αυτή από έρωτα την είχε παντρευτεί και του είχε χαρίσει τους δυο γιους του, την ζήλευε τρομερά. Επειδή δε, η Εμινέ είχε μεγάλη δύναμη στο σεράϊ, ο Αλή φοβήθηκε μήπως βάλει να σκοτώσουν την Βασιλική και διέταξε τη θανάτωση της Εμινέ.
Ο Αλή Πασάς, ερωτευμένος με τη μικρή Βασιλική δεν της χαλούσε χατήρι. Η έξυπνη Βασιλική χρησιμοποίησε την τεράστια επιρροή της στον Αλή Πασά για να διασώζει Χριστιανούς. Ήξερε να κουλαντρίζει τον Πασά, αλλά τον αγαπούσε.
Κι όταν ο Σουλτάνος φοβούμενος τη μεγάλη δύναμη του Αλή Πασά (ήταν τότε κύριος της Ηπείρου, Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου), εκστράτευσε εναντίον του, η κυρά Βασιλική έμεινε πιστή στον αφέντη της ως τις τελευταίες του στιγμές. Τον ακολούθησε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, στη Νήσο της λίμνης. Και εκεί ο Αλή, ετοιμοθάνατος από τις πληγές του, διέταξε τον ακόλουθό του Θανάση Βύγια, να τη σκοτώσει μόλις αυτός θα ξεψυχούσε. Αλλά ο Βάγιας δεν την εκτέλεσε. Και η Βασιλική, οδηγήθηκε αιχμάλωτη στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, την έσωσε με τις διασυνδέσεις του ο Πατριάρχης Άνθιμος ο Γ’ και υπό την προστασία του Πατριαρχείου ζούσε άνετα, και διατηρούσε σχέσεις με πρόσωπα από την επαναστατημένη Ελλάδα.
Μετά την υπογραφή της ειρήνης, οι Τούρκοι της επέτρεψαν να γυρίσει στην πατρίδα της. Δεν γύρισε όμως στα Γιάννενα, αλλά στην ελεύθερη Ελλάδα. Παρουσιάστηκε στον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος την δέχθηκε με τιμές. Δεν είχε όμως δικούς της πόρους, ούτε κατείχε το μυστικό των θησαυρών του Αλή Πασά. Έτσι, τελικά κατέληξε να ζει σε μια άθλια καλύβα του Αιτωλικού. Πουλούσε τα χρυσά κουμπιά από τα χρυσοκέντητα φορέματα που διατηρούσε στο σαράϊ για να ζει και κυρίως για να πιει. Γιατί η άλλοτε πανίσχυρη πρώτη κυρία της Ηπείρου γύριζε τώρα στους δρόμους μέθυση, σε οικτρά χάλια, ενώ τα παιδιά την χλεύαζαν και την πετροβολούσαν. Έως ότου ένα πρωί του 1835, η κυρά Βασιλική βρέθηκε νεκρή έξω από την καλύβα της, μόλις 42 ετών, αλλά πολύ γερασμένη.
Έτσι τελειώνει η ιστορία μιας πανίσχυρης Ελληνίδας, που έζησε σαν αρχόντισσα και πέθανε σαν ζητιάνα. Αλλά που άφησε πίσω της τις ζωές των Ελλήνων που έσωσε. Κι ο Αλή Πασάς με τον τρόπο του βοήθησε την επανάσταση. Απασχόλησε τα στρατεύματα τα δικά του και του Σουλτάνου στην μεταξύ τους έριδα και έδωσε την καλύτερη ευκαιρία στους Έλληνες να επαναστατήσουν.